- χαλαζασφάλεια
- η, Νασφάλεια τής γεωργικής παραγωγής για ενδεχόμενη ζημιά από χαλάζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλάζι + ασφάλεια (πρβλ. πυρ-ασφάλεια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαζασφάλεια — η η ασφάλεια της γεωργικής παραγωγής κατά των ζημιών από το χαλάζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)